σωματοφύλακας — ο φύλακας της προσωπικής ακεραιότητας κάποιου: Τον ακολουθούν πάντα ειδικά εκπαιδευμένοι σωματοφύλακες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωματοφύλακας — σωματοφύλαξ bodyguard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέκτωρ — ορος, ὁ, Α σωματοφύλακας τού αυτοκράτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. protector «υπερασπιστής, σωματοφύλακας» (< protego «προστατεύω»)] … Dictionary of Greek
συνδορυφορώ — έω, Α είμαι και εγώ επίσης δορυφόρος, σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δορυφορῶ «είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας»] … Dictionary of Greek
CORPORECUSTODES seu CORPORIS CUSTODES — alias Protectores Principis, Item Domestici; et posteriori aevô Buccellarii ac Scurrae, Germani olim fuêre. Duplex enim custodia Imperatoribus cum esset, alteram milites Praetoriani, alteram Germani, obiêre, uti pluribus docet Salmas. ad Lamprid … Hofmann J. Lexicon universale
Πυθών — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… … Dictionary of Greek
Πύθων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… … Dictionary of Greek
αιχμοφόρος — Ο στρατιώτης που μάχεται με το ξίφος. Οι α. αποτελούσαν ειδικό σώμα των αρχαίων Περσών, οπλισμένο με λόγχες και προσαρτημένο στη βασιλική φρουρά. * * * αἰχμοφόρος, ον (Α) 1. πολεμιστής που φέρει δόρυ 2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού… … Dictionary of Greek
γιασακτζής — ο ο σωματοφύλακας … Dictionary of Greek
δορυφορώ — (AM δορυφορῶ, έω) είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας νεοελλ. ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιον μσν. 1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω αρχ. 1. είμαι οπλισμένος με δόρυ 2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω 3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου 4.… … Dictionary of Greek